δροσερόν

δροσερόν
δροσερός
dewy
masc acc sg
δροσερός
dewy
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”